ἀναληπτρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analiptris
|Transliteration C=analiptris
|Beta Code=a)nalhptri/s
|Beta Code=a)nalhptri/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suspensory bandage]], Gal.18(1).323; [[analemptris]], = [[στρόφιον]], prob.l. in Ov.<span class="title">AA</span>3.273.</span>
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suspensory bandage]], Gal.18(1).323; [[analemptris]], = [[στρόφιον]], prob.l. in Ov.<span class="title">AA</span>3.273.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:05, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτρίς Medium diacritics: ἀναληπτρίς Low diacritics: αναληπτρίς Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΡΙΣ
Transliteration A: analēptrís Transliteration B: analēptris Transliteration C: analiptris Beta Code: a)nalhptri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A suspensory bandage, Gal.18(1).323; analemptris, = στρόφιον, prob.l. in Ov.AA3.273.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτρίς: -ίδος, ἡ, ταινίαἀνάδεσμος πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν μετὰ τῶν ἀναληπτρίδων» Γαλην. τόμ 12, σ. 496 (18. 2, σ. 223L.).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Alolema(s): ἀναλημπτρίς Sor.Fasc.41, 42
medic. vendaje que sujeta Gal.18(1).823, Sor.ll.cc., Hippiatr.50.2.

Greek Monolingual

ἀναληπτρίς (-ίδος), η (Α) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.) επίδεσμος ή ιμάντας για την ανάρτηση μέλους του σώματος, φασκιά.