ἀσκανδάλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askandalistos
|Transliteration C=askandalistos
|Beta Code=a)skanda/listos
|Beta Code=a)skanda/listos
|Definition=[δᾰ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ἀπρόσκοπος]] and [[ἀπρόσπταιστος]], Hsch.</span>
|Definition=[δᾰ], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ἀπρόσκοπος]] and [[ἀπρόσπταιστος]], Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκανδάλιστος Medium diacritics: ἀσκανδάλιστος Low diacritics: ασκανδάλιστος Capitals: ΑΣΚΑΝΔΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: askandálistos Transliteration B: askandalistos Transliteration C: askandalistos Beta Code: a)skanda/listos

English (LSJ)

[δᾰ],    A gloss on ἀπρόσκοπος and ἀπρόσπταιστος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκανδάλιστος: -ον, ὁ μὴ σκανδαλιζόμενος, Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 4. σ. 597, 12, κλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inquebrantable, que no se deja desviar ἀσκανδάλιστοι τὰς θλίψεις ὑπομένοντες Clem.Al.Strom.4.9.75, cf. Ep.Cor.Apocr.16, Pall.H.Laus.32.8, A.Andr.Fr.8, A.Io.82, Hsch.s.u. ἀπρόσκοπος.
2 que no causa escándalo ὑπόβασιν τῆς ἀληθείας Meth.Symp.8.10
subst. τὸ ἀ. Basil.M.31.637C.
II adv. -ως sin reproche, PMag.7.248.

Greek Monolingual

και ασκαντάλιστος, -η, -ο (AM ἀσκανδάλιστος, -ον)
αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο καλόγερος»)
1