ἐρυθροειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(14) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erythroeidis | |Transliteration C=erythroeidis | ||
|Beta Code=e)ruqroeidh/s | |Beta Code=e)ruqroeidh/s | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> f.l. for [[ἐλυτρο-]] (q. v.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:57, 12 December 2020
English (LSJ)
A f.l. for ἐλυτρο- (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)
αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπός
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].