ὑδατοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydatoeidis
|Transliteration C=ydatoeidis
|Beta Code=u(datoeidh/s
|Beta Code=u(datoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like water]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>793b30</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.49U.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ὑ</b>. the [[aqueous humour]], of the eye, Gal.7.97.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like water]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>793b30</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.49U.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ὑ</b>. the [[aqueous humour]], of the eye, Gal.7.97.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:05, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοειδής Medium diacritics: ὑδατοειδής Low diacritics: υδατοειδής Capitals: ΥΔΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: hydatoeidḗs Transliteration B: hydatoeidēs Transliteration C: ydatoeidis Beta Code: u(datoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A like water, Arist.Col.793b30, Epicur.Ep.2p.49U.    II τὸ ὑ. the aqueous humour, of the eye, Gal.7.97.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, = ὑδατώδης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδατοειδής: -ές, ὅμοιος ὕδατι, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 3. 13, Διογ. Λ. 10. 106. ΙΙ. τὸ ὑδ., τὸ ὑδατῶδες ὑγρὸν τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, τό τε ὑδατοειδὲς καὶ τὸ ὑαλοειδὲς Γαλην. τόμ. 14. σ. 712, 11.

Greek Monolingual

-ές / ὑδατοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδατώδης
2. φρ. «υδατοειδές υγρό»
ανατ. το υδαρές αλκαλικό υγρό που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, εμπρός και πίσω από την ίριδα και μπρος από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ὕδατος + -είδης. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humeur aqueuse].

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτοειδής: (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы.