ὑπεκθέσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypekthesimos | |Transliteration C=ypekthesimos | ||
|Beta Code=u(pekqe/simos | |Beta Code=u(pekqe/simos | ||
|Definition=ον, of merchandise, <span class="sense" | |Definition=ον, of merchandise, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">deposited for re-exportation</b>, <span class="title">GDI</span>5040.25 (Crete, written [[ὑπεχθέσιμος]]); cf. ὑπεκτίθεμαι 11.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 13 December 2020
English (LSJ)
ον, of merchandise, A deposited for re-exportation, GDI5040.25 (Crete, written ὑπεχθέσιμος); cf. ὑπεκτίθεμαι 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκθέσιμος: -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν πάλιν, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, ἔνθα φέρεται ὑπεχθέσιμος· πρβλ. ὑπεκτίθεμαι ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.
Greek Monolingual
και κρητ. τ. ὑπεχθέσιμος, -ον, Α
(για εμπόρευμα) αυτός που τοποθετείται κάπου για να εξαχθεί πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπεκθε- του ὑπεκτίθεμαι (πρβλ. μτχ. αορ. ὑπεκθέ-μενος) + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰά-σιμος)].