ὑπερπληθής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperplithis | |Transliteration C=yperplithis | ||
|Beta Code=u(perplhqh/s | |Beta Code=u(perplhqh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[superabundant]], <span class="bibl">Nicoch.11</span>; <b class="b3">ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς</b> having done [[more than enough]] misdeeds, v.l. for [[παμπληθῆ]] in <span class="bibl">D.26.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:35, 13 December 2020
English (LSJ)
ές, A superabundant, Nicoch.11; ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς having done more than enough misdeeds, v.l. for παμπληθῆ in D.26.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπληθής: -ές, ἀφθονώτατος, πολυπληθέστατος, τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς Νικοχάρης ἐν «Λημνίοις» 1· ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς, πράξας πλημμελήματα ἢ κακὰ ἀναρίθμητα, Δημ. 802. 25. - (Τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς διαφ. γραφ. ὑπερπλήθης καὶ ὑπερπληθής).
Greek Monolingual
-ές / ὑπερπληθής, -ές, ΝΜΑ
υπέρμετρα πολυπληθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμ-πληθής].
Greek Monotonic
ὑπερπληθής: -ές, άφθονος, πολυπληθής, ὑπερπλήθη ἐξημαρτηκώς, έχοντας κάνει περισσότερα από αρκετά παραπτώματα, σε Δημ.