περισείρια: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periseiria | |Transliteration C=periseiria | ||
|Beta Code=perisei/ria | |Beta Code=perisei/ria | ||
|Definition=<b class="b3">τὰ πλάγια τῆς γλώττης</b>, Hsch.; cf. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> παράσειρος | |Definition=<b class="b3">τὰ πλάγια τῆς γλώττης</b>, Hsch.; cf. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> παράσειρος ''ΙΙ''.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 29 December 2020
English (LSJ)
τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf. A παράσειρος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 590] τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περισείρια: τά, πρβλ. παράσειρος ΙΙ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια της γλώττης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σειρά (πρβλ. παρά-σειρα «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].