Κίλισσα: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κίλισσα]], η (Α)<br /><b>1.</b> θηλ. του [[Κίλιξ]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «Κίλισσαι [[νέες]]» — πλοία της Κιλικίας (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Κίλισσα]], η (Α)<br /><b>1.</b> θηλ. του [[Κίλιξ]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «Κίλισσαι [[νέες]]» — πλοία της Κιλικίας (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κίλικ</i>-<i>υă</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κίλικ</i>- του [[Κίλιξ]], -<i>ικος</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ya</i> (πρβλ. [[Φοίνισσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Φοίνικ</i>-<i>ya</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:30, 29 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ης, ἡ, A Cilician woman, A.Ch.732; as the name of a slave, Sch.Ar.Pax362. 2 Adj., fem. of Κιλίκιος, νέες Hdt.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
Κίλισσα: ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς ὄνομα δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.
Greek Monolingual
Κίλισσα, η (Α)
1. θηλ. του Κίλιξ
2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» — πλοία της Κιλικίας (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κίλικ-υă < θ. Κίλικ- του Κίλιξ, -ικος) + επίθημα -ya (πρβλ. Φοίνισσα < Φοίνικ-ya)].
Russian (Dvoretsky)
Κίλισσα:
I ἡ киликиянка Aesch., Xen.
II adj. f киликийская (νῆες Her.).