Σιδοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "*" to "*")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / Σιδοῡς, -οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[πόλη]] [[κοντά]] στον Ισθμό της Κορίνθου, [[επίνειο]] της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i>. Η [[πόλη]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι στην [[περιοχή]] ευδοκιμούσαν οι ροδιές].
|mltxt=ο / Σιδοῡς, -οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[πόλη]] [[κοντά]] στον Ισθμό της Κορίνθου, [[επίνειο]] της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i>. Η [[πόλη]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι στην [[περιοχή]] ευδοκιμούσαν οι ροδιές].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῑδοῦς:''' οῦντος ἡ стяж. = [[Σιδόεις]].
|elrutext='''Σῑδοῦς:''' οῦντος ἡ стяж. = [[Σιδόεις]].
}}
}}

Revision as of 21:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐδοῦς Medium diacritics: Σιδοῦς Low diacritics: Σιδούς Capitals: ΣΙΔΟΥΣ
Transliteration A: Sidoûs Transliteration B: Sidous Transliteration C: Sidoys Beta Code: *sidou=s

English (LSJ)

οῦντος, ὁ, Sidus, a place near Corinth, where pomegranates grew, X.HG4.4.13, Rhian.2; also Σιδόεις, Euph.11, Nic.Fr.50: Adj. Σῐδούντιος, α, ον, St.Byz.; fem. σῐδηρ-τιάς, άδος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Σῐδοῦς: -οῦντος, ὁ, τόπος τις πλησίον τῆς Κορίνθου ἔνθα (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ὡσαύτως Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο / Σιδοῡς, -οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α
αρχ.
οχυρή πόλη κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, επίνειο της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις / -οῦς. Η πόλη ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι στην περιοχή ευδοκιμούσαν οι ροδιές].

Russian (Dvoretsky)

Σῑδοῦς: οῦντος ἡ стяж. = Σιδόεις.