άγαμαι: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήττομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> ευφραίνομαι, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή σ’ ένα [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>ἀγα</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγαμένως]], [[ἀγαστός]], <i>ἄγη</i>, [[ἀγητός]], [[ἀγαίομαι]], [[ἀγάζομαι]].
|mltxt=[[ἄγαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήττομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> ευφραίνομαι, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή σ’ ένα [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>ἀγα</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡΑΓΩΓΑ:</span></b> [[ἀγαμένως]], [[ἀγαστός]], [[ἄγη]], [[ἀγητός]], [[ἀγαίομαι]], [[ἀγάζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγαμαι (Α)
1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ
2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα
3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.
ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.