άγραυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄγραυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στους αγρούς, στην ύπαιθρο<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που ανήκει στους αγρούς, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄγραυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στους αγρούς, στην ύπαιθρο<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που ανήκει στους αγρούς, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγραυλία]], [[ἀγραυλίζομαι]], <i>ἀγραυλῶ</i>]. | ||
}} | }} |