άθεστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄθεστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, [[άκαμπτος]], [[σκληρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>θεστός</i>, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» <span style="color: red;"><</span> [[θέσσασθαι]] «[[εύχομαι]], [[ζητώ]] με [[προσευχή]]»].
|mltxt=[[ἄθεστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, [[άκαμπτος]], [[σκληρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>θεστός</i>, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» <span style="color: red;"><</span> [[θέσσασθαι]] «[[εύχομαι]], [[ζητώ]] με [[προσευχή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄθεστος, -ον (Α)
αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»].