οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
ἄθεστος, -ον (Α)
αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»].