άθυρος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄθυρος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[θύρα]], πόρτα, φραγμό, ο [[ανοιχτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεμπόδιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄθυρος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[θύρα]], πόρτα, φραγμό, ο [[ανοιχτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεμπόδιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θύρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αθυρόστομος]], <b>αρχ.</b> [[ἀθυρόγλωττος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:53, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄθυρος, -ον)
αυτός που δεν έχει θύρα, πόρτα, φραγμό, ο ανοιχτός
αρχ.
μτφ. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θύρα.
ΣΥΝΘ. αθυρόστομος, αρχ. ἀθυρόγλωττος.