άναρχος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(4) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄναρχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]], [[αρχίνημα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το άναρχον</i><br />η [[αναρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄναρχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]], [[αρχίνημα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το άναρχον</i><br />η [[αναρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναρχία]], <b>νεοελλ.</b> [[αναρχούμαι]]]. | ||
}} | }} |