ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-η, -ο (AM ἄναρχος, -ον)1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχονη αναρχία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν- στερ. + -αρχος < άρχω.ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι].