Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπιον]], το κ. [[ἄπιος]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[απίδι]], [[αχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[απιδιά]], [[αχλαδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με λατ. <i>pirum</i>, <i>pirus</i>, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό [[επίθημα]] <i>α</i>- και θ. <i>piso</i>. Σύγχυση παρατηρείται ως [[προς]] τη [[χρήση]] του ουδ. και θηλ. Ο τ. <i>το [[άπιον]] σημαίνει [[κυρίως]] «[[αχλάδι]]» και [[άπαξ]] «[[αχλαδιά]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τη λ. [[άχερδος]] «[[αγριαχλαδιά]]», ενώ το θηλ. η [[άπιος]] χρησιμοποιείται με βασική σημ. «[[αχλαδιά]]» (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, <b>Γαλ.</b>) και σπάνια με σημ. «[[αχλάδι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απιοειδής]]].
|mltxt=[[ἄπιον]], το κ. [[ἄπιος]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[απίδι]], [[αχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[απιδιά]], [[αχλαδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με λατ. <i>pirum</i>, <i>pirus</i>, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό [[επίθημα]] <i>α</i>- και θ. <i>piso</i>. Σύγχυση παρατηρείται ως [[προς]] τη [[χρήση]] του ουδ. και θηλ. Ο τ. το [[άπιον]] σημαίνει [[κυρίως]] «[[αχλάδι]]» και [[άπαξ]] «[[αχλαδιά]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τη λ. [[άχερδος]] «[[αγριαχλαδιά]]», ενώ το θηλ. η [[άπιος]] χρησιμοποιείται με βασική σημ. «[[αχλαδιά]]» (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, <b>Γαλ.</b>) και σπάνια με σημ. «[[αχλάδι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απιοειδής]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α)
1. απίδι, αχλάδι
2. απιδιά, αχλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α- και θ. piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του ουδ. και θηλ. Ο τ. το άπιον σημαίνει κυρίως «αχλάδι» και άπαξ «αχλαδιά», προς διάκριση από τη λ. άχερδος «αγριαχλαδιά», ενώ το θηλ. η άπιος χρησιμοποιείται με βασική σημ. «αχλαδιά» (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.) και σπάνια με σημ. «αχλάδι».
ΣΥΝΘ. απιοειδής].