άμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄμβροτος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[θείος]], [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) [[θεϊκός]]<br /><b>3.</b> [[εξαίσιος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄμβροτος]], -ον και -ος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[θείος]], [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) [[θεϊκός]]<br /><b>3.</b> [[εξαίσιος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αρχαίος τ. επιθέτου, [[γνωστός]] ήδη από τον Όμηρο, που απαντά [[κυρίως]] ως [[προσδιορισμός]] του ουσ. [[θεός]]. Αργότερα η λ. αντικαταστάθηκε από το επίθ. [[ἀθάνατος]]. Ετυμολογικά πρόκειται για σύνθετη λ. που σχηματίζεται από <i>ἀ</i>- στερ και [[βροτός]]<br />παρόμοιοι τ. απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>mŕta</i>-, αβεστ. <i>a</i>-<i>m aša</i>- «[[αθάνατος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμβροτόπωλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄμβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος
2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός
3. εξαίσιος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός του ουσ. θεός. Αργότερα η λ. αντικαταστάθηκε από το επίθ. ἀθάνατος. Ετυμολογικά πρόκειται για σύνθετη λ. που σχηματίζεται από ἀ- στερ και βροτός
παρόμοιοι τ. απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. ινδ. a-mŕta-, αβεστ. a-m aša- «αθάνατος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβροτόπωλος.