άνησον: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(4)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνησον]], το κ. [[ἄνησον]] κ. [[ἄνησσον]] κ. [[ἄννισον]] (Α), [[ἄνισον]] (AM)<br />το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άνησον]] [[καθώς]] και οι συναφείς με αυτόν τύποι [[πρέπει]] να διακρίνονται από τον τ. <i>άνηθον</i> καί τους συναφείς του τύπους —[[πράγμα]] εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην [[αρχαιότητα]]— [[επειδή]] πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η [[ποικιλία]] στη [[γραφή]] των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν [[είναι]] γνήσια ελληνική, [[αλλά]] ήλθε στην [[Ελλάδα]] [[μαζί]] με το [[φυτό]] από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες [[κατά]] τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί [[ποιος]] από τους τύπους [[είναι]] ο [[αρχικός]]. Ο τ. [[άνισον]] φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. [[άνησον]], ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], προήλθε από το αραβ. <i>yansun</i>].
|mltxt=[[ἄνησον]], το κ. [[ἄνησον]] κ. [[ἄνησσον]] κ. [[ἄννισον]] (Α), [[ἄνισον]] (AM)<br />το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[άνησον]] [[καθώς]] και οι συναφείς με αυτόν τύποι [[πρέπει]] να διακρίνονται από τον τ. <i>άνηθον</i> καί τους συναφείς του τύπους —[[πράγμα]] εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην [[αρχαιότητα]]— [[επειδή]] πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η [[ποικιλία]] στη [[γραφή]] των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν [[είναι]] γνήσια ελληνική, [[αλλά]] ήλθε στην [[Ελλάδα]] [[μαζί]] με το [[φυτό]] από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες [[κατά]] τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί [[ποιος]] από τους τύπους [[είναι]] ο [[αρχικός]]. Ο τ. [[άνισον]] φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. [[άνησον]], ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], προήλθε από το αραβ. <i>yansun</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM)
το φυτό γλυκάνισο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον καί τους συναφείς του τύπους —πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην αρχαιότηταεπειδή πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η ποικιλία στη γραφή των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν είναι γνήσια ελληνική, αλλά ήλθε στην Ελλάδα μαζί με το φυτό από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες κατά τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους τύπους είναι ο αρχικός. Ο τ. άνισον φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. άνησον, ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, προήλθε από το αραβ. yansun].