άρριχος: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρριχος]], η (Α)<br />[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για [[δάνειο]]. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σύρριχος</i> «[[καλάθι]]»). Ο αττ. τ. [[άρριχος]] σχηματίστηκε με [[αφομοίωση]] από τον ιων. τ. <i>άρσιχος</i>. Το [[θέμα]] <i>αρσι</i>-προήλθε πιθ. από <i>ŗso</i> / <i>ŗsi</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>ers</i>- / <i>res</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>rajjuh</i> «[[σχοινί]]», λατ. <i>restis</i> «[[σχοινί]]» <b>κ.ά.</b>) ή κατ' άλλους από το [[αίρω]] «[[υψώνω]]»].
|mltxt=[[ἄρριχος]], η (Α)<br />[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για [[δάνειο]]. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σύρριχος</i> «[[καλάθι]]»). Ο αττ. τ. [[άρριχος]] σχηματίστηκε με [[αφομοίωση]] από τον ιων. τ. <i>άρσιχος</i>. Το [[θέμα]] <i>αρσι</i>-προήλθε πιθ. από <i>ŗso</i> / <i>ŗsi</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>ers</i>- / <i>res</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>rajjuh</i> «[[σχοινί]]», λατ. <i>restis</i> «[[σχοινί]]» <b>κ.ά.</b>) ή κατ' άλλους από το [[αίρω]] «[[υψώνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].