έδεσμα: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(10) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἔδεσμα]])<br /><b>1.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>2.</b> φαγώσιμα [[κυρίως]] ψημένα<br /><b>μσν.</b><br />(στα μοναστήρια) [[προσφάι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (AM [[ἔδεσμα]])<br /><b>1.</b> [[φαγητό]], [[τροφή]]<br /><b>2.</b> φαγώσιμα [[κυρίως]] ψημένα<br /><b>μσν.</b><br />(στα μοναστήρια) [[προσφάι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Υστερογενής [[σχηματισμός]] σε -<i>μα</i> από το θ. του αορ. <i>ηδέσθην</i>, παρακμ. <i>εδήδεσμαι</i> του <i>έδω</i>. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος <i>έδμα</i>]. | ||
}} | }} |