άμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμορφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ορισμένη [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[μορφή]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμορφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμόρφωτος]], [[ἀμορφύνω]], <i>ἀμορφῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμορφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ορισμένη [[μορφή]], [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ωραία [[μορφή]], [[δύσμορφος]], [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[ατιμωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμορφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμόρφωτος]], [[ἀμορφύνω]], <i>ἀμορφῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)
αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος
2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μορφή.
ΠΑΡ. αμορφία
αρχ.
ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].