άργεμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[ἄργεμα]])<br />[[αρρώστια]] των ματιών, [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].———————— <b>(II)</b><br />το [[αργεύω]]<br /><b>1.</b> η [[αργοπορία]]<br /><b>2.</b> η [[ποινή]] αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[ἄργεμα]])<br />[[αρρώστια]] των ματιών, [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].<br /><b>(II)</b><br />το [[αργεύω]]<br /><b>1.</b> η [[αργοπορία]]<br /><b>2.</b> η [[ποινή]] αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.