έπαλξη: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
(12) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἔπαλξις]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> το ανώτερο οδοντωτό [[μέρος]] του τείχους, που έχει ανοίγματα [[κατά]] διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν [[μέσα]] από αυτά οι αμυνόμενοι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αμυντικό [[κατασκεύασμα]], ειδ. [[θωράκιο]] τείχους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]], [[υπεράσπιση]], [[βοήθεια]] («τήνδ' ἡμῑν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> δικαστήριο φόνων.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (AM [[ἔπαλξις]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> το ανώτερο οδοντωτό [[μέρος]] του τείχους, που έχει ανοίγματα [[κατά]] διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν [[μέσα]] από αυτά οι αμυνόμενοι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αμυντικό [[κατασκεύασμα]], ειδ. [[θωράκιο]] τείχους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]], [[υπεράσπιση]], [[βοήθεια]] («τήνδ' ἡμῑν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> δικαστήριο φόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επαλέξω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αλέξω]] «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (AM ἔπαλξις)
συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος του τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι
αρχ.-μσν.
αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους
αρχ.
1. μτφ. προστασία, υπεράσπιση, βοήθεια («τήνδ' ἡμῑν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», Ευρ.)
2. δικαστήριο φόνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επαλέξω < επί + αλέξω «προστατεύω, υπερασπίζω»)].