Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επαλέξω

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

ἐπαλέξω (Α)
1. βοηθώ, επικουρώ («αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν», Ομ. Ιλ.)
2. αποκρούω, απομακρύνω («μὴ ποτ' ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἧμαρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλέξω «προστατεύω»].