επαλέξω
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek Monolingual
ἐπαλέξω (Α)
1. βοηθώ, επικουρώ («αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν», Ομ. Ιλ.)
2. αποκρούω, απομακρύνω («μὴ ποτ' ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἧμαρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλέξω «προστατεύω»].