έλατο: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και [[έλατος]], ο και [[ελάτι]], το (AM [[ἐλάτη]], η<br />Μ και ἔλατος, ο)<br />κωνοφόρο [[δέντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κούπα]] από [[έλατο]]<br /><b>2.</b> το [[περικάλυμμα]] του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>elew</i>-<i>in</i> «[[κέδρος]]», ρωσ. <i>jalov</i>-<i>ec</i> και <i>jelen</i>-<i>ec</i> «[[άρκευθος]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το [[έλατο]](<i>ν</i>), πιθ. από τον πληθ. <i>τα έλατα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεύκο]](<i>ν</i>), <i>πεύκα</i>), σχηματίστηκε [[είτε]] [[κατά]] τον γενικό χαρακτηρισμό «<i>τα δένδρα</i>» [[είτε]] αναλογικά [[προς]] τους αρχαίους πληθυντικούς τα [[σίτα]], <i>τα κέλευθα</i>. Το αρσ. [[γένος]] στον τ. ο [[έλατος]] οφείλεται στη μεγεθυντική του [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> [[βρόντος]]-[[βροντή]], [[πεύκος]]-[[πεύκη]] <b>κ.ά.</b>). Τέλος το ουδ. [[ελάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ελάτη]]].
|mltxt=το και [[έλατος]], ο και [[ελάτι]], το (AM [[ἐλάτη]], η<br />Μ και ἔλατος, ο)<br />κωνοφόρο [[δέντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κούπα]] από [[έλατο]]<br /><b>2.</b> το [[περικάλυμμα]] του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>elew</i>-<i>in</i> «[[κέδρος]]», ρωσ. <i>jalov</i>-<i>ec</i> και <i>jelen</i>-<i>ec</i> «[[άρκευθος]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το [[έλατο]](<i>ν</i>), πιθ. από τον πληθ. <i>τα έλατα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεύκο]](<i>ν</i>), <i>πεύκα</i>), σχηματίστηκε [[είτε]] [[κατά]] τον γενικό χαρακτηρισμό «<i>τα δένδρα</i>» [[είτε]] αναλογικά [[προς]] τους αρχαίους πληθυντικούς τα [[σίτα]], <i>τα κέλευθα</i>. Το αρσ. [[γένος]] στον τ. ο [[έλατος]] οφείλεται στη μεγεθυντική του [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> [[βρόντος]]-[[βροντή]], [[πεύκος]]-[[πεύκη]] <b>κ.ά.</b>). Τέλος το ουδ. [[ελάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ελάτη]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

το και έλατος, ο και ελάτι, το (AM ἐλάτη, η
Μ και ἔλατος, ο)
κωνοφόρο δέντρο
αρχ.
1. κούπα από έλατο
2. το περικάλυμμα του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η σύνδεση με αρμ. elew-in «κέδρος», ρωσ. jalov-ec και jelen-ec «άρκευθος» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το έλατο(ν), πιθ. από τον πληθ. τα έλατα (πρβλ. πεύκο(ν), πεύκα), σχηματίστηκε είτε κατά τον γενικό χαρακτηρισμό «τα δένδρα» είτε αναλογικά προς τους αρχαίους πληθυντικούς τα σίτα, τα κέλευθα. Το αρσ. γένος στον τ. ο έλατος οφείλεται στη μεγεθυντική του σημασία (πρβλ. βρόντος-βροντή, πεύκος-πεύκη κ.ά.). Τέλος το ουδ. ελάτι < ελάτ-ιον, υποκορ. του ελάτη].