αγιαστούρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αγιαστήρα]], η<br /><b>1.</b> το [[σκεύος]] ([[συνήθως]] ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο [[νερό]], με το οποίο ραντίζει ο [[ιερέας]] τους πιστούς<br /><b>2.</b> [[κλωνάρι]] βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο [[ιερέας]] για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>ἁγιαστούριν</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ἁγιαστήριον]].
|mltxt=και [[αγιαστήρα]], η<br /><b>1.</b> το [[σκεύος]] ([[συνήθως]] ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο [[νερό]], με το οποίο ραντίζει ο [[ιερέας]] τους πιστούς<br /><b>2.</b> [[κλωνάρι]] βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο [[ιερέας]] για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>ἁγιαστούριν</i> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ἁγιαστήριον]].
}}
}}

Revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.