αγριοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγριοδαίτης]], ο (Α)<br />αυτός που τρώει άγριους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγριος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]], [[δαίνυμι]] ([[κομματιάζω]]-[[τρώγω]])].
|mltxt=[[ἀγριοδαίτης]], ο (Α)<br />αυτός που τρώει άγριους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγριος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]], [[δαίνυμι]] ([[κομματιάζω]]-[[τρώγω]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγριοδαίτης, ο (Α)
αυτός που τρώει άγριους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + δαίτης < δαίομαι, δαίνυμι (κομματιάζω-τρώγω)].