αγριοδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγριοδαίτης]], ο (Α)<br />αυτός που τρώει άγριους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγριοδαίτης]], ο (Α)<br />αυτός που τρώει άγριους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγριος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]], [[δαίνυμι]] ([[κομματιάζω]]-[[τρώγω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγριοδαίτης, ο (Α)
αυτός που τρώει άγριους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + δαίτης < δαίομαι, δαίνυμι (κομματιάζω-τρώγω)].