αγωγιάτης: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων με [[υποζύγιο]] ή [[τροχοφόρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγώγι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>άτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωγιάτικος]]].
|mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή πραγμάτων με [[υποζύγιο]] ή [[τροχοφόρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγώγι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>άτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωγιάτικος]]].
}}
}}

Revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα)
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων με υποζύγιο ή τροχοφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγώγι + παραγ. κατάλ. -άτης.
ΠΑΡ. αγωγιάτικος].