αγωγιάτικος

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αγωγιάτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγωγιάτη
2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα «αγωγιάτικα» — αμοιβή του αγωγιάτη για μεταφορά, τα μεταφορικά.