φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
-η, -ο αγωγιάτης1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγωγιάτη2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα «αγωγιάτικα» — αμοιβή του αγωγιάτη για μεταφορά, τα μεταφορικά.