αεριτζής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ού και -ίνα)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις [[χωρίς]] να διακινδυνεύει προσωπικό [[κεφάλαιο]], [[εκείνος]] [[δηλαδή]] που αμείβεται με «αέρα»<br /><b>2.</b> <b>(ειδικότ.)</b> [[εκείνος]] που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη [[αμοιβή]] ή ποσοστά επί τών κερδών), που κερδοσκοπεί [[δηλαδή]] [[χωρίς]] προσωπικό [[κεφάλαιο]] στο [[χρηματιστήριο]]<br /><b>3.</b> αυτός που εικονικά παίρνει [[μέρος]] σε χαρτοπαικτικό [[παιχνίδι]] για να παρασύρει και άλλους, αμείβεται δε γι’ αυτή την [[εξυπηρέτηση]] από τη [[λέσχη]] (αλλ. [[αβανταδόρος]] ή μιτζαδόρος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιτζής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριτζίδικος]]].
|mltxt=ο (θηλ. -ού και -ίνα)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις [[χωρίς]] να διακινδυνεύει προσωπικό [[κεφάλαιο]], [[εκείνος]] [[δηλαδή]] που αμείβεται με «αέρα»<br /><b>2.</b> <b>(ειδικότ.)</b> [[εκείνος]] που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη [[αμοιβή]] ή ποσοστά επί τών κερδών), που κερδοσκοπεί [[δηλαδή]] [[χωρίς]] προσωπικό [[κεφάλαιο]] στο [[χρηματιστήριο]]<br /><b>3.</b> αυτός που εικονικά παίρνει [[μέρος]] σε χαρτοπαικτικό [[παιχνίδι]] για να παρασύρει και άλλους, αμείβεται δε γι’ αυτή την [[εξυπηρέτηση]] από τη [[λέσχη]] (αλλ. [[αβανταδόρος]] ή μιτζαδόρος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιτζής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριτζίδικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ού και -ίνα)
1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα»
2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών κερδών), που κερδοσκοπεί δηλαδή χωρίς προσωπικό κεφάλαιο στο χρηματιστήριο
3. αυτός που εικονικά παίρνει μέρος σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι για να παρασύρει και άλλους, αμείβεται δε γι’ αυτή την εξυπηρέτηση από τη λέσχη (αλλ. αβανταδόρος ή μιτζαδόρος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + παραγ. κατάλ. -ιτζής.
ΠΑΡ. αεριτζίδικος].