αδελφικός: Difference between revisions
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αδερφικός, -ή, -ό (Α [[ἀδελφικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγαπητός]] σαν [[αδελφός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και αδερφικός, -ή, -ό (Α [[ἀδελφικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγαπητός]] σαν [[αδελφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδελφικάτος]], [[αδελφικότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
και αδερφικός, -ή, -ό (Α ἀδελφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια
νεοελλ.
αγαπητός σαν αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός.
ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα].