αγλαόκουρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόκουρος]], -ον (Α)<br />λέγεται για την [[πόλη]] που έχει πολλούς και ωραίους νέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κοῦρος]].
|mltxt=[[ἀγλαόκουρος]], -ον (Α)<br />λέγεται για την [[πόλη]] που έχει πολλούς και ωραίους νέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κοῦρος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόκουρος, -ον (Α)
λέγεται για την πόλη που έχει πολλούς και ωραίους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κοῦρος.