αιθεροδινής: Difference between revisions
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=αἰθεροδινής, -ές (Α)<br />ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=αἰθεροδινής, -ές (Α)<br />ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰθήρ]], -[[έρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i>, -<i>έω</i> «[[περιστρέφω]], [[συστρέφω]], [[στροβιλίζω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἰθεροδινής, -ές (Α)
ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ, -έρος + -δίνης < δινῶ, -έω «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω»].