Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμορροΐδα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μοροΐδα, η (Α [[αἱμορροΐς]]) [[συνήθως]] τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία<br />στον πληθυντικό <i>αιμορροΐδες</i> (ενν. <i>φλέβες</i>)<br />φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἱμόρροος]] (= <i>αἱμόρρους</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αἱμορροϊδικός</i>].
|mltxt=και μοροΐδα, η (Α [[αἱμορροΐς]]) [[συνήθως]] τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία<br />στον πληθυντικό <i>αιμορροΐδες</i> (ενν. <i>φλέβες</i>)<br />φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἱμόρροος]] (= <i>αἱμόρρους</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αἱμορροϊδικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία
στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες)
φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμόρροος (= αἱμόρρους).
ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός].