αιμυλομήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἱμυλομήτης]] (-ου), ο (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἱμύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] «[[ευφυΐα]], [[πανουργία]], [[τέχνασμα]]»].
|mltxt=[[αἱμυλομήτης]] (-ου), ο (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἱμύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] «[[ευφυΐα]], [[πανουργία]], [[τέχνασμα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἱμυλομήτης (-ου), ο (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμύλος + -μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»].