ακηδής: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκηδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[άταφος]]<br /><b>2.</b> [[αφρόντιστος]], παραμελημένος<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει [[ενδιαφέρον]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκηδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[άταφος]]<br /><b>2.</b> [[αφρόντιστος]], παραμελημένος<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει [[ενδιαφέρον]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκήδεια]], [[ἀκηδία]], <i>ἀκηδῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:48, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].