ακηδής
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
Greek Monolingual
ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].