ακροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]].
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]].
}}
}}

Revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].