ακοντοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(2)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκοντοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται το [[ακόντιο]], ο χτυπημένος από [[ακόντιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκων]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
|mltxt=[[ἀκοντοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται το [[ακόντιο]], ο χτυπημένος από [[ακόντιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκων]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.

Greek Monolingual

ἀκοντοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.