ακροβατισμός: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[επίδειξη]] ακροβατικών ασκήσεων, [[ακροβασία]]<br /><b>2.</b> παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη [[ενέργεια]]<br /><b>3.</b> σοφιστικό [[επιχείρημα]], [[σοφιστεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροβάτης]] ή [[ακροβατώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[επίδειξη]] ακροβατικών ασκήσεων, [[ακροβασία]]<br /><b>2.</b> παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη [[ενέργεια]]<br /><b>3.</b> σοφιστικό [[επιχείρημα]], [[σοφιστεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροβάτης]] ή [[ακροβατώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. επίδειξη ακροβατικών ασκήσεων, ακροβασία
2. παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη ενέργεια
3. σοφιστικό επιχείρημα, σοφιστεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροβάτης ή ακροβατώ + κατάλ. -ισμός].