ακρονιφής: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρονιφής]] (-οῡς), ές (Α)<br />αυτός που έχει χιόνια στην [[κορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> αιτ. <i>νίψα</i> «[[χιόνι]]»].
|mltxt=[[ἀκρονιφής]] (-οῡς), ές (Α)<br />αυτός που έχει χιόνια στην [[κορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> αιτ. <i>νίψα</i> «[[χιόνι]]»].
}}
}}

Revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρονιφής (-οῡς), ές (Α)
αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].