ακροκεφαλία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκέφαλος]], πρβλ. γαλλ. <i>acrocephalie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροκεφαλικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:56, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Ανθρωπολ.)
δυσμορφία που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο σχήμα της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη συνοστέωση τών ραφών του κρανίου, ιδίως της στεφανιαίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροκέφαλος, πρβλ. γαλλ. acrocephalie.
ΠΑΡ. ακροκεφαλικός].