αλάξευτος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀλάξευτος]]. –ον)<br />αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, [[απελέκητος]], [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[λαξευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαξεύω]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀλάξευτος]]. –ον)<br />αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, [[απελέκητος]], [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[λαξευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαξεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀλάξευτος. –ον)
αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, απελέκητος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + λαξευτός < λαξεύω.