ακρόπηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόπηλος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου η [[επιφάνεια]] [[είναι]] γεμάτη πηλό, [[λάσπη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πηλός]]].
|mltxt=[[ἀκρόπηλος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου η [[επιφάνεια]] [[είναι]] γεμάτη πηλό, [[λάσπη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πηλός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:01, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρόπηλος, -ον (Α)
αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πηλός].