δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀκρόπηλος, -ον (Α)αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πηλός].