αιρεσιάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[αἱρεσιάρχης]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[αρχηγός]] θρησκευτικής αιρέσεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία [[καθώς]] και στην Ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[αἱρεσιάρχης]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[αρχηγός]] θρησκευτικής αιρέσεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία [[καθώς]] και στην Ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἵρεσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>αἱρεσιαρχῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιρεσιαρχία]], [[αιρεσιαρχικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:03, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α αἱρεσιάρχης)
(νεοελλ.-μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως
αρχ.
αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἵρεσις + -αρχης < ἄρχω
ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ
νεοελλ.
αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός].