αλείπτης: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλείπτης]], ο (Α) (θηλ. [[ἀλείπτρια]])<br /><b>1.</b> αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]] τών αθλητών στα «γυμνάσια», [[γυμναστής]], [[εκπαιδευτής]]<br /><b>3.</b> αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε [[κάτι]], που διδάσκει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλείπτης]], ο (Α) (θηλ. [[ἀλείπτρια]])<br /><b>1.</b> αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]] τών αθλητών στα «γυμνάσια», [[γυμναστής]], [[εκπαιδευτής]]<br /><b>3.</b> αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε [[κάτι]], που διδάσκει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλειπτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια)
1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι
2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής
3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλειπτικός.