αλατικό: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ἀλατικό)<br />η [[μερίδα]] του αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν [[κατόπιν]] με χρήματα και γενικά [[μισθός]], [[σύνταξη]] (λατιν. <i>salarium</i>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α ἀλατικό)<br />η [[μερίδα]] του αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν [[κατόπιν]] με χρήματα και γενικά [[μισθός]], [[σύνταξη]] (λατιν. <i>salarium</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλας]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά του λατ. <i>salarium</i>, ουδ. του επίθ. <i>salarius</i> «ο [[σχετικός]] με το [[αλάτι]]», <span style="color: red;"><</span> <i>sal</i>-<i>lis</i> «[[αλάτι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:09, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α ἀλατικό)
η μερίδα του αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν κατόπιν με χρήματα και γενικά μισθός, σύνταξη (λατιν. salarium).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλας
απόδοση στα Ελληνικά του λατ. salarium, ουδ. του επίθ. salarius «ο σχετικός με το αλάτι», < sal-lis «αλάτι»].