αλαφραίνω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(και [[αλαφραίνω]] και αλαφρύνω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρό μειώνοντας το [[βάρος]] ή [[ανακουφίζω]] κάποιον από το [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον από [[θλίψη]], κόπους, δαπάνες κ.λπ.<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]] ή πυρετό) [[γίνομαι]] ηπιότερος<br /><b>4.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[ελαφρότητα]], ανόητα<br /><b>5.</b> θεωρούμαι από τους άλλους [[ελαφρός]], [[ανόητος]] ή μειωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(και [[αλαφραίνω]] και αλαφρύνω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρό μειώνοντας το [[βάρος]] ή [[ανακουφίζω]] κάποιον από το [[βάρος]]<br /><b>2.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον από [[θλίψη]], κόπους, δαπάνες κ.λπ.<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]] ή πυρετό) [[γίνομαι]] ηπιότερος<br /><b>4.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[ελαφρότητα]], ανόητα<br /><b>5.</b> θεωρούμαι από τους άλλους [[ελαφρός]], [[ανόητος]] ή μειωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[ελαφρύνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
(και αλαφραίνω και αλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος
2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ.
3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος
4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα
5. θεωρούμαι από τους άλλους ελαφρός, ανόητος ή μειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ελαφρύνω].